φίλοικτος

φίλοικτος
-ον, ΜΑ
μσν.
αυτός που ευσπλαγχνίζεται τους άλλους, φιλοικτίρμων*
(| αρχ. αυτός που διεγείρει τον οίκτο και το έλεος τών άλλων.
επίρρ...
φιλοίκτως Μ
με οίκτο, με έλεος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + οἶκτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φίλοικτος — moving pity masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοίκτως — φίλοικτος moving pity adverbial φίλοικτος moving pity masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φίλοικτον — φίλοικτος moving pity masc/fem acc sg φίλοικτος moving pity neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοίκτοις — φίλοικτος moving pity masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοίκτου — φίλοικτος moving pity masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοίκτῳ — φίλοικτος moving pity masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… …   Dictionary of Greek

  • φιλοίκτιστος — ον, Α (ποιητ. τ.) φίλοικτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + οἴκτιστος «πάρα πολύ αξιοθρήνητος»] …   Dictionary of Greek

  • φιλοίκτωρ — ορος, ὁ, Μ ευσπλαγχνικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού φίλοικτος, κατά τα ον. σε τωρ] …   Dictionary of Greek

  • φιλοίκτωι — φιλοίκτῳ , φίλοικτος moving pity masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”